Δείτε επίσης: ἐποικίζω, αποικίζω, εποικώ

Ετυμολογία

επεξεργασία

εποικίζω (παθητική φωνή: εποικίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία