Δείτε επίσης: εποικίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εποικώ < αρχαία ελληνική ἐποικέω / ἐποικῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈko/

εποικώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία