εποικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εποικώ < αρχαία ελληνική ἐποικέω / ἐποικῶ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεποικώ
- εγκαθίσταμαι σε κάποιο μέρος ως έποικος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εποικώ | εποικούσα | θα εποικώ | να εποικώ | εποικώντας | |
β' ενικ. | εποικείς | εποικούσες | θα εποικείς | να εποικείς | (εποίκει) | |
γ' ενικ. | εποικεί | εποικούσε | θα εποικεί | να εποικεί | ||
α' πληθ. | εποικούμε | εποικούσαμε | θα εποικούμε | να εποικούμε | ||
β' πληθ. | εποικείτε | εποικούσατε | θα εποικείτε | να εποικείτε | εποικείτε | |
γ' πληθ. | εποικούν(ε) | εποικούσαν(ε) | θα εποικούν(ε) | να εποικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εποίκησα | θα εποικήσω | να εποικήσω | εποικήσει | ||
β' ενικ. | εποίκησες | θα εποικήσεις | να εποικήσεις | εποίκησε | ||
γ' ενικ. | εποίκησε | θα εποικήσει | να εποικήσει | |||
α' πληθ. | εποικήσαμε | θα εποικήσουμε | να εποικήσουμε | |||
β' πληθ. | εποικήσατε | θα εποικήσετε | να εποικήσετε | εποικήστε | ||
γ' πληθ. | εποίκησαν εποικήσαν(ε) |
θα εποικήσουν(ε) | να εποικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εποικήσει | είχα εποικήσει | θα έχω εποικήσει | να έχω εποικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εποικήσει | είχες εποικήσει | θα έχεις εποικήσει | να έχεις εποικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εποικήσει | είχε εποικήσει | θα έχει εποικήσει | να έχει εποικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εποικήσει | είχαμε εποικήσει | θα έχουμε εποικήσει | να έχουμε εποικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εποικήσει | είχατε εποικήσει | θα έχετε εποικήσει | να έχετε εποικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εποικήσει | είχαν εποικήσει | θα έχουν εποικήσει | να έχουν εποικήσει |
|