• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

osiedle

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική osiedle osiedla
γενική osiedla osiedli
δοτική osiedlu osiedlom
αιτιατική osiedle osiedla
οργανική osiedlem osiedlami
τοπική osiedlu osiedlach
κλητική osiedle osiedla

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔˈɕɛ.dlɛ/
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

osiedle (pl) ουδέτερο

  1. οικισμός
  2. συνοικισμός
  3. συνοικία
    ≈ συνώνυμα: dzielnica

Συγγενικά

επεξεργασία
  • osiedlać się
  • osiedlowy
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=osiedle&oldid=5310168"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 23:09

Γλώσσες

    • English
    • Magyar
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 23:09.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας