γειτνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γειτνιάζω < αρχαία ελληνική γειτνιάζω με τις ίδιες έννοιες
Ρήμα
επεξεργασίαγειτνιάζω (παρατ. γειτνίαζα, μέλ. στ. θα γειτνιάσω, αόρ. γειτνίασα, παρακ. έχω γειτνιάσει, μτχ. γειτνιάζοντας)