neighbor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
neighbor | neighbors |
neighbor (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | neighbor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | neighbors |
αόριστος | neighbored |
παθητική μετοχή | neighbored |
ενεργητική μετοχή | neighboring |
neighbor (en)