Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριβιέρα οι ριβιέρες
      γενική της ριβιέρας
    αιτιατική τη ριβιέρα τις ριβιέρες
     κλητική ριβιέρα ριβιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριβιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική riviera

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾiˈvʝe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐βιέ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ριβιέρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ριβιέραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)