αναταράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναταράζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναταράζω
Ρήμα
επεξεργασίααναταράζομαι
- συνήθως στο γ΄ πρόσωπο, τραντάζομαι, αναδεύομαι για υλικά, ταράζομαι πολύ (για τη γη, τη θάλασσα)
- Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει. (δημοτικό, "Του νεκρού αδελφού")
- (λογοτεχνικό) συγκλονίζομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναταράζομαι | αναταραζόμουν(α) | θα αναταράζομαι | να αναταράζομαι | ||
β' ενικ. | αναταράζεσαι | αναταραζόσουν(α) | θα αναταράζεσαι | να αναταράζεσαι | (αναταράζου) | |
γ' ενικ. | αναταράζεται | αναταραζόταν(ε) | θα αναταράζεται | να αναταράζεται | ||
α' πληθ. | αναταραζόμαστε | αναταραζόμαστε αναταραζόμασταν |
θα αναταραζόμαστε | να αναταραζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναταράζεστε | αναταραζόσαστε αναταραζόσασταν |
θα αναταράζεστε | να αναταράζεστε | (αναταράζεστε) | |
γ' πληθ. | αναταράζονται | αναταράζονταν αναταραζόντουσαν |
θα αναταράζονται | να αναταράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναταράχτηκα | θα αναταραχτώ | να αναταραχτώ | αναταραχτεί | ||
β' ενικ. | αναταράχτηκες | θα αναταραχτείς | να αναταραχτείς | αναταράξου | ||
γ' ενικ. | αναταράχτηκε | θα αναταραχτεί | να αναταραχτεί | |||
α' πληθ. | αναταραχτήκαμε | θα αναταραχτούμε | να αναταραχτούμε | |||
β' πληθ. | αναταραχτήκατε | θα αναταραχτείτε | να αναταραχτείτε | αναταραχτείτε | ||
γ' πληθ. | αναταράχτηκαν αναταραχτήκαν(ε) |
θα αναταραχτούν(ε) | να αναταραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναταραχτεί | είχα αναταραχτεί | θα έχω αναταραχτεί | να έχω αναταραχτεί | αναταραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναταραχτεί | είχες αναταραχτεί | θα έχεις αναταραχτεί | να έχεις αναταραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναταραχτεί | είχε αναταραχτεί | θα έχει αναταραχτεί | να έχει αναταραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναταραχτεί | είχαμε αναταραχτεί | θα έχουμε αναταραχτεί | να έχουμε αναταραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναταραχτεί | είχατε αναταραχτεί | θα έχετε αναταραχτεί | να έχετε αναταραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναταραχτεί | είχαν αναταραχτεί | θα έχουν αναταραχτεί | να έχουν αναταραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναταραγμένος - είμαστε, είστε, είναι αναταραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναταραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναταραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναταραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναταραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναταραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναταραγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναταράζομαι
|