Ετυμολογία

επεξεργασία
αναταράζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναταράζω

αναταράζομαι

  1. συνήθως στο γ΄ πρόσωπο, τραντάζομαι, αναδεύομαι για υλικά, ταράζομαι πολύ (για τη γη, τη θάλασσα)
    Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει. (δημοτικό, "Του νεκρού αδελφού")
  2. (λογοτεχνικό) συγκλονίζομαι


  Μεταφράσεις

επεξεργασία