Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνακινέω < ἀνά + κινέω

ἀνακινέω

  1. κινώ μπρος-πίσω, από εδώ κι από εκεί, ανακατεύω, αναδεύω]]
  2. εξεγείρω
  3. σηκώνω ορθό, πετάω προς τα πάνω


Συγγενικά

επεξεργασία