Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνακίνησις < ἀνακινέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνακίνησις

  1. όρος της πυγμαχίας για τις κινήσεις πριν απο την έναρξη της πάλης
  2. (μεταφορικά) το προγύμνασμα σε διάφορα αθλήματα
  3. (μεταφορικά) το πρελούδιο, η έναρξη γενικά, το πρώτο μέρος, η εισαγωγή
  4. εξέγερση, η πρόκληση ανησυχίας

Συγγενικά επεξεργασία