ταχυκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαταχυκίνητος, -η, -ο
- αυτός που κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα από άλλη συμβατική
- ταχυκίνητος ανελκυστήρας, ταχυκίνητη αμαξοστοιχία, ταχυκίνητο σκάφος
Συνώνυμα
επεξεργασία- εύδρομος (ναυτικός όρος)
- ταχύπλοος (στη θάλασσα)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταχυκίνητος
|