ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κίνητρον τὰ κίνητρ
      γενική τοῦ κινήτρου τῶν κινήτρων
      δοτική τῷ κινήτρ τοῖς κινήτροις
    αιτιατική τὸ κίνητρον τὰ κίνητρ
     κλητική ! κίνητρον κίνητρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινήτρω
γεν-δοτ τοῖν  κινήτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κίνητρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κινέω, κινη- +-τρον
  • Διαφορετική σημασία για το νεοελληνικό κίνητρο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κίνητρον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κινέω