κίνητρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κίνητρον | τὰ | κίνητρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κινήτρου | τῶν | κινήτρων | ||||
δοτική | τῷ | κινήτρῳ | τοῖς | κινήτροις | ||||
αιτιατική | τὸ | κίνητρον | τὰ | κίνητρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κίνητρον | κίνητρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κινήτρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κινήτροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίνητρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κινέω, κινη- +-τρον
- Διαφορετική σημασία για το νεοελληνικό κίνητρο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίνητρον, -ου ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) αναδευτήρας, όργανο, μέσον, με το οποιο κάποιος αναδεύει ή μετακινεί κάτι (π.χ. κίνητρο ήταν η κουτάλα, ή ένα δοκάρι που χρησιμοποιούσαν ως μοχλό)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κινέω
Πηγές
επεξεργασία- κίνητρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.