Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κινητήριος η κινητήρια το κινητήριο
      γενική του κινητήριου της κινητήριας του κινητήριου
    αιτιατική τον κινητήριο την κινητήρια το κινητήριο
     κλητική κινητήριε κινητήρια κινητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κινητήριοι οι κινητήριες τα κινητήρια
      γενική των κινητήριων των κινητήριων των κινητήριων
    αιτιατική τους κινητήριους τις κινητήριες τα κινητήρια
     κλητική κινητήριοι κινητήριες κινητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινητήριος < αρχαία ελληνική κινητήριος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική moteur[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.niˈti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νη‐τή‐ρι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

κινητήριος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κινώ

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία