κινητήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινητήριος < αρχαία ελληνική κινητήριος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική moteur[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.niˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίακινητήριος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κινώ
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- κινητήρια δύναμη:
Μεταφράσεις
επεξεργασία κινητήριος
κινητήρια δύναμη
- ↑ κινητήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας