κινητής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινητής < κινέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινητής αρσενικό
- ο στασιαστής, ο υποκινητής, ο κινῶν καταστάσεις
- αυτός που επινοεί, εφευρίσκει, ο συγγραφέας
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- ὑποκινητής (μεταγενέστερο)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κινητής