ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακίνησῐς αἱ διακινήσεις
      γενική τῆς διακινήσεως τῶν διακινήσεων
      δοτική τῇ διακινήσει ταῖς διακινήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διακίνησῐν τὰς διακινήσεις
     κλητική ! διακίνησῐ διακινήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακινήσει
γεν-δοτ τοῖν  διακινησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακίνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακινέω / διακινῶ, διακινη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + κίνησις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακίνησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και κινέω

Δείτε επίσης

επεξεργασία