διακινήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιακινήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διακινώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακινώ
- θα διακινήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακινώ