• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

encombrant

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό encombrant encombrants
θηλυκό encombrante encombrantes

encombrant (fr)

  1. ογκώδης
  2. (μεταφορικά) φορτικός
  3. ανοικονόμητος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • sans encombre
  • encombré - encombrée
  • encombrement
  • encombrer
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=encombrant&oldid=4879316"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Νοεμβρίου 2020, στις 20:20

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Νοεμβρίου 2020, στις 20:20.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie