facilmova
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- facilmova < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | facilmova | facilmovaj |
αιτιατική | facilmovan | facilmovajn |
facilmova (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | facilmova | facilmovaj |
αιτιατική | facilmovan | facilmovajn |
facilmova (eo)