Δείτε επίσης: meublé

  Ετυμολογία

επεξεργασία
meuble < mueble < δημώδης λατινική mobilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mœbl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
meuble meubles

meuble (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
meuble meubles

meuble (fr) αρσενικό

  1. το έπιπλο
  2. (παρωχημένο) η επίπλωση
     συνώνυμα: ameublement
  3. (εραλδική) αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο

Συγγενικά

επεξεργασία