meublant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- meublant < meublant
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | meublant | meublants |
θηλυκό | meublante | meublantes |
meublant (fr)
- που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιπλώσει έναν χώρο