επίπλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίπλωση | οι | επιπλώσεις |
γενική | της | επίπλωσης* | των | επιπλώσεων |
αιτιατική | την | επίπλωση | τις | επιπλώσεις |
κλητική | επίπλωση | επιπλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίπλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιπλώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίπλωση