Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιπλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιπλώνω
  2. θα επιπλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιπλώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επιπλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίπλωση