mebel
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmebel < γερμανική Möbel < γαλλική meuble < λατινική mobilis (κινητός)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmebel (pl) αρσενικό
- το έπιπλο
mebel < γερμανική Möbel < γαλλική meuble < λατινική mobilis (κινητός)
mebel (pl) αρσενικό