επιπλοποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιπλοποιία | οι | επιπλοποιίες |
γενική | της | επιπλοποιίας | — | |
αιτιατική | την | επιπλοποιία | τις | επιπλοποιίες |
κλητική | επιπλοποιία | επιπλοποιίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπιπλοποιία θηλυκό
- η τέχνη του επιπλοποιού
- το εργαστήρι κατασκευής επίπλου
Συγγενικά
επεξεργασία- επιπλοποιείο
- επιπλοποιός
- → δείτε τις λέξεις έπιπλο και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τέχνη επιπλοποιού
εργαστήρι
|