• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αὐταρχία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αυταρχία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡ αὐταρχίᾱ αἱ αὐταρχίαι
      γενική τῆς αὐταρχίᾱς τῶν αὐταρχιῶν
      δοτική τῇ αὐταρχίᾳ ταῖς αὐταρχίαις
    αιτιατική τὴν αὐταρχίᾱν τὰς αὐταρχίᾱς
     κλητική ὦ! αὐταρχίᾱ αὐταρχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐταρχίᾱ
γεν-δοτ τοῖν  αὐταρχίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐταρχία < αὔταρχος + -ία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐταρχία θηλυκό

  • (ελληνιστική κοινή) η απόλυτη εξουσία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αὐταρχία&oldid=5268328"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 09:51

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 09:51.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας