Σκληρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σκληρός | οι | Σκληροί |
γενική | του | Σκληρού | των | Σκληρών |
αιτιατική | τον | Σκληρό | τους | Σκληρούς |
κλητική | Σκληρέ | Σκληροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκληρός < σκληρός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκληρός αρσενικό (θηλυκό Σκληρού)
Μεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Skliros, Skleros (για ιστορικά πρόσωπα κυρίως)