Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσκληρύνω < αρχαία ελληνική ἀποσκληρύνω → και δείτε τη λέξη αποσκληραίνω για περισσότερα

αποσκληρύνω, αόρ.: αποσκλήρυνα/αποσκλήρανα, παθ.φωνή: αποσκληρύνομαι, π.αόρ.: αποσκληρύνθηκα/αποσκληράθηκα, μτχ.π.π.: αποσκληρυμμένος [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)