Δείτε επίσης: που, πού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

'πού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πού, μορφή του ὁπού με αφαίρεση του αρχικού φωνήεντος [1] κατά την εξέλιξη: αρχαία ελληνική ὅπου > μεσαιωνική ελληνική ὁπού > πού > κοινή νεοελληνική που [2]

  Αντωνυμία επεξεργασία

'πού

  Επίρρημα επεξεργασία

'πού

  Αναφορές επεξεργασία

  1. όπου Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOIεισαγωγή, 5.9.1.1 ὁπού/πού, σελ.1092.