ὅπου
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὅπου < θέμα ὁ- από την αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ + ερωτηματική αντωνυμία ποῦ.[1]
- σχετικό του πόθεν, ιωνικός τύπος ὅκου
Επίρρημα
επεξεργασίαὅπου (τοπικό)
- συσχετικό του που
- σε συγκεκριμένο μέρος
- κατά συγκεκριμένο τρόπο
- πως, αφού, διότι
Πηγές
επεξεργασία- ὅπου - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅπου - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.