Δείτε επίσης: ὁπού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπού < μεσαιωνική ελληνική ὁπού (ως αντωνυμία ή επίρρημα)[1] < αρχαία ελληνική ὅπου

  Αντωνυμία επεξεργασία

οπού

  Επίρρημα επεξεργασία

οπού

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. όπου Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].