Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληράδα οι σκληράδες
      γενική της σκληράδας
    αιτιατική τη σκληράδα τις σκληράδες
     κλητική σκληράδα σκληράδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληράδα < σκληρός + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκληράδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία