Δείτε επίσης: σκληρός, σκλῆρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληρῶς < σκληρός + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

σκληρῶς