αποσκληρυντής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσκληρυντής < αποσκληρύνω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική adoucisseur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσκληρυντής αρσενικό
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) συσκευή που συμβάλλει στην αποσκλήρυνση του νερού
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσκληρυντής
|