αποσκλήρυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσκλήρυνση | οι | αποσκληρύνσεις |
γενική | της | αποσκλήρυνσης* | των | αποσκληρύνσεων |
αιτιατική | την | αποσκλήρυνση | τις | αποσκληρύνσεις |
κλητική | αποσκλήρυνση | αποσκληρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσκληρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσκλήρυνση < απο- + σκλήρυνση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εnthärtung
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσκλήρυνση θηλυκό
- (χημεία) η απομάκρυνση αλάτων από το νερό ή άλλο υγρό
- (γεωλογία) η επιπλέον σκλήρυνση κάποιου πετρώματος για διάφορους λόγους (θερμότητας, πίεσης κ.λπ.)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αποσκληραίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσκλήρυνση