↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσκλήρυνση οι αποσκληρύνσεις
      γενική της αποσκλήρυνσης* των αποσκληρύνσεων
    αιτιατική την αποσκλήρυνση τις αποσκληρύνσεις
     κλητική αποσκλήρυνση αποσκληρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσκληρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσκλήρυνση < απο- + σκλήρυνση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εnthärtung

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποσκλήρυνση θηλυκό

  1. (χημεία) η απομάκρυνση αλάτων από το νερό ή άλλο υγρό
  2. (γεωλογία) η επιπλέον σκλήρυνση κάποιου πετρώματος για διάφορους λόγους (θερμότητας, πίεσης κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία