ενικός         πληθυντικός  
adoucisseur adoucisseurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adoucisseur (fr) αρσενικό

  1. τεχνίτης εξειδικευμένος στη λείανση διαφόρων εξαρτημάτων
  2. συσκευή που μαλακώνει το νερό, αποσκληρυντής

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη adoucir