σκλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκλήρωμα < ελληνιστική κοινή σκλήρωμα[1] < αρχαία ελληνική σκληρόω < σκληρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκλήρωμα ουδέτερο
- σκληρός όγκος ή τμήμα που έχει σκληρυνθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκλήρωμα
|
- ↑ σκλήρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.