σκλερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκλερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκλερός < σκληρός με τροπή του ήτα σε έψιλον [1][2]
Επίθετο
επεξεργασίασκλερός
- (ιδιωματικό, κυπριακά, Δωδεκάνησα) διαλεκτική μορφή του σκληρός
Αναφορές
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκλερός < σκληρός με τροπή [a] > [e]
Επίθετο
επεξεργασίασκλερός
- (ιδιωματικό, μεσαιωνικά κυπριακά, Δωδεκάνησα) διαλεκτική μορφή του σκληρός
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- σκλερή (θηλυκό)
- σκλερῆς (γενική ενικού, θηλυκό)
- σκλερές (θηλυκό πληθυντικός)
- σκλερόν (ουδέτερο / αιτιατική ενικού αρσενικού)
Συγγενικά
επεξεργασίαιδιωματικά, κυπριακά μεσαιωνικά, με θέμα σκλερ-
- σκλερά (επίρρημα)
- σκλερκά (κυπριακός τύπος του σκληριά)
- σκλεροκουφρινός
- σκλεροσύνη
- σκλερυνίσκω
- σκλερύνω