Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρότερος η σκληρότερη το σκληρότερο
      γενική του σκληρότερου της σκληρότερης του σκληρότερου
    αιτιατική τον σκληρότερο τη σκληρότερη το σκληρότερο
     κλητική σκληρότερε σκληρότερη σκληρότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληρότεροι οι σκληρότερες τα σκληρότερα
      γενική των σκληρότερων των σκληρότερων των σκληρότερων
    αιτιατική τους σκληρότερους τις σκληρότερες τα σκληρότερα
     κλητική σκληρότεροι σκληρότερες σκληρότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληρότερος < σκληρός + -ότερος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σκληρότερος

  Μεταφράσεις επεξεργασία