Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσκληρυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Άλλες μορφές
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσκληρυμέν
ος
η
αποσκληρυμέν
η
το
αποσκληρυμέν
ο
γενική
του
αποσκληρυμέν
ου
της
αποσκληρυμέν
ης
του
αποσκληρυμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσκληρυμέν
ο
την
αποσκληρυμέν
η
το
αποσκληρυμέν
ο
κλητική
αποσκληρυμέν
ε
αποσκληρυμέν
η
αποσκληρυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσκληρυμέν
οι
οι
αποσκληρυμέν
ες
τα
αποσκληρυμέν
α
γενική
των
αποσκληρυμέν
ων
των
αποσκληρυμέν
ων
των
αποσκληρυμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσκληρυμέν
ους
τις
αποσκληρυμέν
ες
τα
αποσκληρυμέν
α
κλητική
αποσκληρυμέν
οι
αποσκληρυμέν
ες
αποσκληρυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποσκληρυμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσκληραίνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποσκληραίνω
και
σκληρός
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αποσκληρωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσκληρυμένος