αποσκληρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποσκληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσκληραίνω + -ωμένος
Μετοχή
επεξεργασία
αποσκληρωμένος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποσκληραίνω και σκληρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσκληρωμένος
|