↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσκληρωμένος η αποσκληρωμένη το αποσκληρωμένο
      γενική του αποσκληρωμένου της αποσκληρωμένης του αποσκληρωμένου
    αιτιατική τον αποσκληρωμένο την αποσκληρωμένη το αποσκληρωμένο
     κλητική αποσκληρωμένε αποσκληρωμένη αποσκληρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσκληρωμένοι οι αποσκληρωμένες τα αποσκληρωμένα
      γενική των αποσκληρωμένων των αποσκληρωμένων των αποσκληρωμένων
    αιτιατική τους αποσκληρωμένους τις αποσκληρωμένες τα αποσκληρωμένα
     κλητική αποσκληρωμένοι αποσκληρωμένες αποσκληρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσκληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσκληραίνω + -ωμένος

αποσκληρωμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία