Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀγενεσ-
ονομαστική / ἀγενής τὸ ἀγενές
      γενική τοῦ/τῆς ἀγενοῦς τοῦ ἀγενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀγενεῖ τῷ ἀγενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγεν τὸ ἀγενές
     κλητική ! ἀγενές ἀγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγενεῖς τὰ ἀγεν
      γενική τῶν ἀγενῶν τῶν ἀγενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγενέσ(ν) τοῖς ἀγενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγενεῖς τὰ ἀγεν
     κλητική ! ἀγενεῖς ἀγεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγενεῖ τὼ ἀγενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγενοῖν τοῖν ἀγενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγενής < ἀ- (στερητικό) + -γενής

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγενής, -ής, -ές

  1. που δεν γεννήθηκε, αγέννητος, που δεν έγινε, ο μη γενόμενος
  2. ο άσημος, ασήμαντης, ταπεινής καταγωγής

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία