αγέννητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααγέννητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγέννητος < ἀ- (στερητικό) + γεννητός
Επίθετο
επεξεργασίααγέννητος, -η, -ο
- που δεν έχει γεννηθεί
- που δεν έχει αρχή, που δεν έχει δημιουργηθεί από κάτι άλλο, αυθύπαρκτος
- (με ενεργητική σημασία) που δεν έχει γεννήσει ακόμη
- η κατσίκα μου είναι ακόμη αγέννητη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γεννάω