αυθύπαρκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυθύπαρκτος < μεσαιωνική ελληνική αυθύπαρκτος < αρχαία ελληνική αὐτός + ὑπάρχω
Επίθετο
επεξεργασίααυθύπαρκτος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αυθυπαρξία
- → δείτε τις λέξεις αυτός, υπάρχω και άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυθύπαρκτος