Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθυπαρξία οι αυθυπαρξίες
      γενική της αυθυπαρξίας των αυθυπαρξιών
    αιτιατική την αυθυπαρξία τις αυθυπαρξίες
     κλητική αυθυπαρξία αυθυπαρξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυθυπαρξία < αυθύπαρκτος < αυτός + υπαρκτός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυθυπαρξία θηλυκό

  • η ιδιότητα του αυθύπαρκτου, το να υπάρχει κάτι από μόνο του, χωρίς η ύπαρξή του να εξαρτάται από κάτι άλλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία