Ετυμολογία

επεξεργασία
politeness < polite + -ness

Ουσιαστικό

επεξεργασία

politeness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ευγένεια, η ευγενική συμπεριφορά
      Even the most difficult customer was satisfied with the politeness and willingness of the employees.
    Και ο πιο δύσκολος πελάτης έμενε ικανοποιημένος με την ευγένεια και την προθυμία των υπαλλήλων.