Ευγενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευγενία | οι | Ευγενίες |
γενική | της | Ευγενίας | των | Ευγενιών |
αιτιατική | την | Ευγενία | τις | Ευγενίες |
κλητική | Ευγενία | Ευγενίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ευγενία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Εὐγενία[1] Εὐγένι(ος) + -ία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vʝeˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐γε‐νί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)