ενικός         πληθυντικός  
nobility nobilities

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nobility (en)

  1. η τάξη των ευγενών, η αριστοκρατία, το τζάκι
    ⮡  he comes from nobility/a noble family - είναι από τζάκι
  2. η ευγένεια, η ιδιότητα του ευγενούς
    title of nobility - τίτλος ευγενείας
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 877. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τζάκι