Δείτε επίσης: ευγενής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐγενής τὸ εὐγενές οἱ, αἱ εὐγενεῖς τὰ εὐγεν
Γενική τοῦ, τῆς εὐγενοῦς τοῦ εὐγενοῦς τῶν εὐγενῶν τῶν εὐγενῶν
Δοτική τῷ, τῇ εὐγενεῖ τῷ εὐγενεῖ τοῖς, ταῖς εὐγενέσι(ν) τοῖς εὐγενέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐγεν τὸ εὐγενές τοὺς, τὰς εὐγενεῖς τὰ εὐγεν
Κλητική εὐγενές εὐγενές εὐγενεῖς εὐγεν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐγενεῖ
Γενική-Δοτική εὐγενοῖν

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐγενής < (εὖ) εὐ- + -γενής (γένος)

  Επίθετο επεξεργασία

εὐγενής

  • ευγενής, από αριστοκρατική οικογένεια
    ※  Κύλων ἦν Ἀθηναῖος ἀνὴρ Ὀλυμπιονίκης τῶν πάλαι εὐγενής τε καὶ δυνατός (Θουκυδ. 1.126.3.2)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία