ἐσθλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐσθλός | ἡ | ἐσθλή | τὸ | ἐσθλόν |
γενική | τοῦ | ἐσθλοῦ | τῆς | ἐσθλῆς | τοῦ | ἐσθλοῦ |
δοτική | τῷ | ἐσθλῷ | τῇ | ἐσθλῇ | τῷ | ἐσθλῷ |
αιτιατική | τὸν | ἐσθλόν | τὴν | ἐσθλήν | τὸ | ἐσθλόν |
κλητική ὦ! | ἐσθλέ | ἐσθλή | ἐσθλόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἐσθλοί | αἱ | ἐσθλαί | τὰ | ἐσθλᾰ́ |
γενική | τῶν | ἐσθλῶν | τῶν | ἐσθλῶν | τῶν | ἐσθλῶν |
δοτική | τοῖς | ἐσθλοῖς | ταῖς | ἐσθλαῖς | τοῖς | ἐσθλοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἐσθλούς | τὰς | ἐσθλᾱ́ς | τὰ | ἐσθλᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἐσθλοί | ἐσθλαί | ἐσθλᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐσθλώ | τὼ | ἐσθλᾱ́ | τὼ | ἐσθλώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐσθλοῖν | τοῖν | ἐσθλαῖν | τοῖν | ἐσθλοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐσθλός: ίσως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁es- (εἰμί), και έτσι συγγενές με τα εἰμί, οὐσία, ἐτεός κ.ά. Ίσως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁su-, μηδενική βαθμίδα του *h₁esu- (ἀγαθός), συγγενές με τα ἐΰς και εὖ
Επίθετο
επεξεργασίαἐσθλός, -ή, -όν, συγκριτικός : ἐσθλότερος, υπερθετικός : ἐσθλότατος
- καλός, αγαθός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 347 (347-348)
- ἔμμορέ τοι τιμῆς ὅς τ᾽ ἔμμορε γείτονος ἐσθλοῦ· | οὐδ᾽ ἂν βοῦς ἀπόλοιτ᾽, εἰ μὴ γείτων κακὸς εἴη.
- «Έπιασε την καλή» αυτός που γείτονα έλαχε καλό. | Ούτε και θα χαθεί το βόδι του, εάν ο γείτονας κακός δεν είναι.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔμμορέ τοι τιμῆς ὅς τ᾽ ἔμμορε γείτονος ἐσθλοῦ· | οὐδ᾽ ἂν βοῦς ἀπόλοιτ᾽, εἰ μὴ γείτων κακὸς εἴη.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 295 (295-297)
- ἐσθλὸς δ᾽ αὖ κἀκεῖνος ὃς εὖ εἰπόντι πίθηται· | ὃς δέ κε μήτ᾽ αὐτῷ νοέῃ μήτ᾽ ἄλλου ἀκούων | ἐν θυμῷ βάλληται, ὁ δ᾽ αὖτ᾽ ἀχρήιος ἀνήρ.
- Καλός κι εκείνος πάλι που σ᾽ όποιον μίλησε καλά υπακούει. | Μα όποιος δεν τα καταλαβαίνει ο ίδιος, ούτε απ᾽ άλλον ακούγοντας | τα βάζει στην ψυχή του, αυτός αχρείος άντρας είναι.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐσθλὸς δ᾽ αὖ κἀκεῖνος ὃς εὖ εἰπόντι πίθηται· | ὃς δέ κε μήτ᾽ αὐτῷ νοέῃ μήτ᾽ ἄλλου ἀκούων | ἐν θυμῷ βάλληται, ὁ δ᾽ αὖτ᾽ ἀχρήιος ἀνήρ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 201 (200-201)
- ἡ γὰρ αἰσχύνη ‹πάρος› | τοῦ ζῆν παρ᾽ ἐσθλοῖς ἀνδράσιν νομίζεται.
- τι νομίζουν | την ντροπήν ανώτερη απ᾽ τη ζωήν οι τίμιοι.
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- ἡ γὰρ αἰσχύνη ‹πάρος› | τοῦ ζῆν παρ᾽ ἐσθλοῖς ἀνδράσιν νομίζεται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 601 (600-602)
- ἔχει γε μέντοι καὶ τὸ θρεφθῆναι καλῶς | δίδαξιν ἐσθλοῦ· τοῦτο δ᾽ ἤν τις εὖ μάθῃ, | οἶδεν τό γ᾽ αἰσχρὸν κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών.
- Γιατί, κι ο τρόπος που αναθρέφεται ο καθένας | βοηθάει στην αρετή· μαθαίνεις το καλό, | ξέρεις να ξεχωρίζεις και το κακό, με του καλού το μέτρο.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἔχει γε μέντοι καὶ τὸ θρεφθῆναι καλῶς | δίδαξιν ἐσθλοῦ· τοῦτο δ᾽ ἤν τις εὖ μάθῃ, | οἶδεν τό γ᾽ αἰσχρὸν κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 347 (347-348)
- ανδρείος, γενναίος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 665 (664-665)
- αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς | ἐσθλὸς ἐὼν Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ᾽ ἐλεαίρει.
- όμως ο Αχιλλεύς αν και γενναίος είναι | δια μας καθόλου δεν πονεί και δεν μας ελεείται.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς | ἐσθλὸς ἐὼν Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ᾽ ἐλεαίρει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 665 (664-665)
- ευγενής
- πλούσιος
- τυχερός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1506 (1505-1506)
- ἄναξ, ποθοῦντι προυφάνης, καί σοι θεῶν | τύχην τις ἐσθλὴν τῆσδ᾽ ἔθηκε τῆς ὁδοῦ.
- Φάνηκες, βασιλιά, πάνω στην ώρα που σε πόθησα· | τύχη καλή κι ένας θεός θα σ᾽ έβαλαν σ᾽ αυτόν τον δρόμο.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ἄναξ, ποθοῦντι προυφάνης, καί σοι θεῶν | τύχην τις ἐσθλὴν τῆσδ᾽ ἔθηκε τῆς ὁδοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1506 (1505-1506)
- ηθικός, χρηστός, πιστός
- (για άλογα) που ανήκει σε καλή ράτσα
- (για σκύλο) πιστός, ωφέλιμος
- (για οιωνούς) ευοίωνος, αίσιος
- άξιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 110
- ἂν δ᾽ ἵσταντο νέοι πολλοί τε καὶ ἐσθλοί.
- Εκεί σηκώθηκαν να πιάσουν τα αγωνίσματα άξιοι νέοι και πολλοί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἂν δ᾽ ἵσταντο νέοι πολλοί τε καὶ ἐσθλοί.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 110
- τά ἐσθλά:
- η περιουσία
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 119 (118-119)
- οἱ δ᾽ ἐθελημοὶ | ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
- Κι εκείνοι με προθυμία | ζούσαν ήσυχοι απ᾽ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ἐθελημοὶ | ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 119 (118-119)
- ευγενικές σκέψεις ή πράξεις
- η περιουσία
- τό ἐσθλόν: καλοτυχία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐσθλός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐσθλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐσθλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.