• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποκαρδίωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκαρδίωση οι αποκαρδιώσεις
      γενική της αποκαρδίωσης* των αποκαρδιώσεων
    αιτιατική την αποκαρδίωση τις αποκαρδιώσεις
     κλητική αποκαρδίωση αποκαρδιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαρδιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκαρδίωση < αποκαρδιώνω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκαρδίωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποκαρδιώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αποκαρδιωμός

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • εγκαρδίωση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αποκαρδίωση
  • αγγλικά : discouragement (en)
  • γαλλικά : démoralisation (fr), découragement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποκαρδίωση&oldid=5455962"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:50

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:50.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας