Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποκαρδιωμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποκαρδιωμ
ός
οι
αποκαρδιωμ
οί
γενική
του
αποκαρδιωμ
ού
των
αποκαρδιωμ
ών
αιτιατική
τον
αποκαρδιωμ
ό
τους
αποκαρδιωμ
ούς
κλητική
αποκαρδιωμ
έ
αποκαρδιωμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποκαρδιωμός
<
αποκαρδιώνω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποκαρδιωμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
αποκαρδίωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποκαρδιωμός
→
δείτε
τη λέξη
αποκαρδίωση